Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κημός
View word page
κῆλον
a shaft, an arrow
ShortDef
a shaft, an arrow
Debugging
Headword:
κῆλον
Headword (normalized):
κῆλον
Headword (normalized/stripped):
κηλον
IDX:
48227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48228
Key:
Data
{'content': 'a shaft, an arrow'}