Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
View word page
κηλόν
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
κηλόν
Headword (normalized):
κηλόν
Headword (normalized/stripped):
κηλον
IDX:
48226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48227
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}