Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
View word page
κηλίς
a stain, spot, defilement

ShortDef

a stain, spot, defilement

Debugging

Headword:
κηλίς
Headword (normalized):
κηλίς
Headword (normalized/stripped):
κηλις
IDX:
48225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48226
Key:

Data

{'content': 'a stain, spot, defilement'}