Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
κηλώνειον
View word page
κηλικτάς
charmer
ShortDef
charmer
Debugging
Headword:
κηλικτάς
Headword (normalized):
κηλικτάς
Headword (normalized/stripped):
κηλικτας
IDX:
48224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48225
Key:
Data
{'content': 'charmer'}