Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
κήλων
View word page
κηλιδωτός
stained, soiled
ShortDef
stained, soiled
Debugging
Headword:
κηλιδωτός
Headword (normalized):
κηλιδωτός
Headword (normalized/stripped):
κηλιδωτος
IDX:
48223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48224
Key:
Data
{'content': 'stained, soiled'}