Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
κηλόω2
View word page
κηλιδόω
to stain, sully, soil

ShortDef

to stain, sully, soil

Debugging

Headword:
κηλιδόω
Headword (normalized):
κηλιδόω
Headword (normalized/stripped):
κηλιδοω
IDX:
48222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48223
Key:

Data

{'content': 'to stain, sully, soil'}