Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
κηλόω
View word page
κηλήτωρ
charmer
ShortDef
charmer
Debugging
Headword:
κηλήτωρ
Headword (normalized):
κηλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κηλητωρ
IDX:
48221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48222
Key:
Data
{'content': 'charmer'}