Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλοτόμος
View word page
κηλητικός
charming

ShortDef

charming

Debugging

Headword:
κηλητικός
Headword (normalized):
κηλητικός
Headword (normalized/stripped):
κηλητικος
IDX:
48220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48221
Key:

Data

{'content': 'charming'}