Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
κηλοτομικός
View word page
κηλήτης
one who is ruptured

ShortDef

one who is ruptured

Debugging

Headword:
κηλήτης
Headword (normalized):
κηλήτης
Headword (normalized/stripped):
κηλητης
IDX:
48219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48220
Key:

Data

{'content': 'one who is ruptured'}