Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
κῆλον
κηλοτομία
View word page
κηλητήριος
charming, appeasing

ShortDef

charming, appeasing

Debugging

Headword:
κηλητήριος
Headword (normalized):
κηλητήριος
Headword (normalized/stripped):
κηλητηριος
IDX:
48218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48219
Key:

Data

{'content': 'charming, appeasing'}