Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κηλόν
View word page
κήλησις
an enchanting, fascination

ShortDef

an enchanting, fascination

Debugging

Headword:
κήλησις
Headword (normalized):
κήλησις
Headword (normalized/stripped):
κηλησις
IDX:
48216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48217
Key:

Data

{'content': 'an enchanting, fascination'}