Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
View word page
κήλημα
a magic charm, spell

ShortDef

a magic charm, spell

Debugging

Headword:
κήλημα
Headword (normalized):
κήλημα
Headword (normalized/stripped):
κηλημα
IDX:
48215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48216
Key:

Data

{'content': 'a magic charm, spell'}