Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
View word page
κηληθμός
enchantment, fascination

ShortDef

enchantment, fascination

Debugging

Headword:
κηληθμός
Headword (normalized):
κηληθμός
Headword (normalized/stripped):
κηληθμος
IDX:
48214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48215
Key:

Data

{'content': 'enchantment, fascination'}