Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλιδόω
View word page
κήλη
a tumor, rupture, hernia

ShortDef

a tumor, rupture, hernia

Debugging

Headword:
κήλη
Headword (normalized):
κήλη
Headword (normalized/stripped):
κηλη
IDX:
48212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48213
Key:

Data

{'content': 'a tumor, rupture, hernia'}