Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
κήλησις
κηλήτειρα
κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
View word page
κηλέω
to charm, bewitch, enchant, beguile, fascinate
ShortDef
to charm, bewitch, enchant, beguile, fascinate
Debugging
Headword:
κηλέω
Headword (normalized):
κηλέω
Headword (normalized/stripped):
κηλεω
IDX:
48211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48212
Key:
Data
{'content': 'to charm, bewitch, enchant, beguile, fascinate'}