Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμπυκίδης
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήριον
ἄμπυξ
ἀμπώλημα
ἀμπωτίζω
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
ἄμυδις
View word page
ἀμυγδάλινος
of almonds
ShortDef
of almonds
Debugging
Headword:
ἀμυγδάλινος
Headword (normalized):
ἀμυγδάλινος
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλινος
IDX:
4820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4821
Key:
Data
{'content': 'of almonds'}