Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
κηληθμός
κήλημα
View word page
κηκίω
to gush

ShortDef

to gush

Debugging

Headword:
κηκίω
Headword (normalized):
κηκίω
Headword (normalized/stripped):
κηκιω
IDX:
48205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48206
Key:

Data

{'content': 'to gush'}