Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
κηλέω
κήλη
Κηληδών
View word page
κηκιδοφόρος
bearing gall-nuts

ShortDef

bearing gall-nuts

Debugging

Headword:
κηκιδοφόρος
Headword (normalized):
κηκιδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κηκιδοφορος
IDX:
48203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48204
Key:

Data

{'content': 'bearing gall-nuts'}