Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
κηλέστης
View word page
κηκασμός
abuse, insult

ShortDef

abuse, insult

Debugging

Headword:
κηκασμός
Headword (normalized):
κηκασμός
Headword (normalized/stripped):
κηκασμος
IDX:
48200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48201
Key:

Data

{'content': 'abuse, insult'}