Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
κήλεος
View word page
κηκάς
mischievous

ShortDef

mischievous

Debugging

Headword:
κηκάς
Headword (normalized):
κηκάς
Headword (normalized/stripped):
κηκας
IDX:
48199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48200
Key:

Data

{'content': 'mischievous'}