Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμπυκάζω
Ἀμπυκίδης
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήριον
ἄμπυξ
ἀμπώλημα
ἀμπωτίζω
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
ἄμυγμα
ἀμυδίς
View word page
ἀμυγδάλη
almond

ShortDef

almond

Debugging

Headword:
ἀμυγδάλη
Headword (normalized):
ἀμυγδάλη
Headword (normalized/stripped):
αμυγδαλη
IDX:
4819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4820
Key:

Data

{'content': 'almond'}