Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
κηκίω
κήλας
κηλάς
κηλάστρα
View word page
κηκάζω
abuse, revile
ShortDef
abuse, revile
Debugging
Headword:
κηκάζω
Headword (normalized):
κηκάζω
Headword (normalized/stripped):
κηκαζω
IDX:
48198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48199
Key:
Data
{'content': 'abuse, revile'}