Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
κηκίδιον
κηκιδοφόρος
κηκίς
View word page
κηδόσυνος
anxious

ShortDef

anxious

Debugging

Headword:
κηδόσυνος
Headword (normalized):
κηδόσυνος
Headword (normalized/stripped):
κηδοσυνος
IDX:
48194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48195
Key:

Data

{'content': 'anxious'}