Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
κηκάς
κηκασμός
κηκίβαλος
View word page
κηδομένως
provident
ShortDef
provident
Debugging
Headword:
κηδομένως
Headword (normalized):
κηδομένως
Headword (normalized/stripped):
κηδομενως
IDX:
48191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48192
Key:
Data
{'content': 'provident'}