Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
κηκάζω
View word page
κήδευμα
connexion
ShortDef
connexion
Debugging
Headword:
κήδευμα
Headword (normalized):
κήδευμα
Headword (normalized/stripped):
κηδευμα
IDX:
48188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48189
Key:
Data
{'content': 'connexion'}