Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
κηδοσύνη
κηδόσυνος
κήδω
κηθάριον
κηθίς
View word page
κηδέστρια
female attendant, keeper

ShortDef

female attendant, keeper

Debugging

Headword:
κηδέστρια
Headword (normalized):
κηδέστρια
Headword (normalized/stripped):
κηδεστρια
IDX:
48187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48188
Key:

Data

{'content': 'female attendant, keeper'}