Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
κηδομένως
κῆδος
View word page
κηδεμών
one who is in charge

ShortDef

one who is in charge

Debugging

Headword:
κηδεμών
Headword (normalized):
κηδεμών
Headword (normalized/stripped):
κηδεμων
IDX:
48182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48183
Key:

Data

{'content': 'one who is in charge'}