Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
κηδεύω
κήδιστος
View word page
κηδεμονία
care, solicitude
ShortDef
care, solicitude
Debugging
Headword:
κηδεμονία
Headword (normalized):
κηδεμονία
Headword (normalized/stripped):
κηδεμονια
IDX:
48180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48181
Key:
Data
{'content': 'care, solicitude'}