Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπρεύω
ἀμπρόν
ἀμπυκάζω
Ἀμπυκίδης
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήριον
ἄμπυξ
ἀμπώλημα
ἀμπωτίζω
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμύγδαλος
ἀμυγδαλώδης
View word page
ἀμύαλος
without marrow
ShortDef
without marrow
Debugging
Headword:
ἀμύαλος
Headword (normalized):
ἀμύαλος
Headword (normalized/stripped):
αμυαλος
IDX:
4817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4818
Key:
Data
{'content': 'without marrow'}