Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
κηδέστρια
κήδευμα
View word page
κηδεμονεύς
one who is in charge, protector, guardian
ShortDef
one who is in charge, protector, guardian
Debugging
Headword:
κηδεμονεύς
Headword (normalized):
κηδεμονεύς
Headword (normalized/stripped):
κηδεμονευς
IDX:
48178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48179
Key:
Data
{'content': 'one who is in charge, protector, guardian'}