Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
κηδεστικός
View word page
κηδεία
connexion by marriage, alliance

ShortDef

connexion by marriage, alliance

Debugging

Headword:
κηδεία
Headword (normalized):
κηδεία
Headword (normalized/stripped):
κηδεια
IDX:
48176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48177
Key:

Data

{'content': 'connexion by marriage, alliance'}