Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
κηδεστία
View word page
κηδεακός
undertaker

ShortDef

undertaker

Debugging

Headword:
κηδεακός
Headword (normalized):
κηδεακός
Headword (normalized/stripped):
κηδεακος
IDX:
48175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48176
Key:

Data

{'content': 'undertaker'}