Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
κήδεος
κηδεστής
View word page
Κηγδαδάτας
Cegdadatas

ShortDef

Cegdadatas

Debugging

Headword:
Κηγδαδάτας
Headword (normalized):
κηγδαδάτας
Headword (normalized/stripped):
κηγδαδατας
IDX:
48174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48175
Key:

Data

{'content': 'Cegdadatas'}