Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
κηδεμονικός
κηδεμών
View word page
κϛʹ
26
ShortDef
26
Debugging
Headword:
κϛʹ
Headword (normalized):
κϛʹ
Headword (normalized/stripped):
κϛʹ
IDX:
48172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48173
Key:
Data
{'content': '26'}