Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
κηδεμονία
View word page
κεχωρισμένως
separately

ShortDef

separately

Debugging

Headword:
κεχωρισμένως
Headword (normalized):
κεχωρισμένως
Headword (normalized/stripped):
κεχωρισμενως
IDX:
48170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48171
Key:

Data

{'content': 'separately'}