Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
κηδεμονεύω
View word page
κεχυμένως
profusely
ShortDef
profusely
Debugging
Headword:
κεχυμένως
Headword (normalized):
κεχυμένως
Headword (normalized/stripped):
κεχυμενως
IDX:
48169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48170
Key:
Data
{'content': 'profusely'}