Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
κηδεμονεύς
View word page
κεχρημένος
needy
ShortDef
needy
Debugging
Headword:
κεχρημένος
Headword (normalized):
κεχρημένος
Headword (normalized/stripped):
κεχρημενος
IDX:
48168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48169
Key:
Data
{'content': 'needy'}