Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
κηδεία
κήδειος
View word page
κέχλαδα
swell
ShortDef
swell
Debugging
Headword:
κέχλαδα
Headword (normalized):
κέχλαδα
Headword (normalized/stripped):
κεχλαδα
IDX:
48167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48168
Key:
Data
{'content': 'swell'}