Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
κηδεακός
View word page
κεχηνώδης
forming a hiatus
ShortDef
forming a hiatus
Debugging
Headword:
κεχηνώδης
Headword (normalized):
κεχηνώδης
Headword (normalized/stripped):
κεχηνωδης
IDX:
48165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48166
Key:
Data
{'content': 'forming a hiatus'}