Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
κῆβος
Κηγδαδάτας
View word page
κεχηνότως
openmouthed
ShortDef
openmouthed
Debugging
Headword:
κεχηνότως
Headword (normalized):
κεχηνότως
Headword (normalized/stripped):
κεχηνοτως
IDX:
48164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48165
Key:
Data
{'content': 'openmouthed'}