Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέφαλος
κεφαλοτομέω
κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
κϛʹ
View word page
κεχαρισμένως
acceptably

ShortDef

acceptably

Debugging

Headword:
κεχαρισμένως
Headword (normalized):
κεχαρισμένως
Headword (normalized/stripped):
κεχαρισμενως
IDX:
48162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48163
Key:

Data

{'content': 'acceptably'}