Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κέφαλος
κέφαλος
κεφαλοτομέω
κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
Κέως
View word page
κεχαλασμένως
slackly
ShortDef
slackly
Debugging
Headword:
κεχαλασμένως
Headword (normalized):
κεχαλασμένως
Headword (normalized/stripped):
κεχαλασμενως
IDX:
48161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48162
Key:
Data
{'content': 'slackly'}