Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεφαλόρριζος
Κέφαλος
κέφαλος
κεφαλοτομέω
κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
κεχυμένως
κεχωρισμένως
View word page
κεφαλωτός
with a head, headed

ShortDef

with a head, headed

Debugging

Headword:
κεφαλωτός
Headword (normalized):
κεφαλωτός
Headword (normalized/stripped):
κεφαλωτος
IDX:
48160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48161
Key:

Data

{'content': 'with a head, headed'}