Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεφαλοποιητικός
κεφαλόπους
κεφαλόρριζος
Κέφαλος
κέφαλος
κεφαλοτομέω
κεφαλοτόμος
κεφαλοτρύπανον
κεφαλουργός
κεφαλώδης
κεφάλωμα
κεφαλών
κεφαλωτός
κεχαλασμένως
κεχαρισμένως
Κεχηναῖοι
κεχηνότως
κεχηνώδης
κεχιασμένως
κέχλαδα
κεχρημένος
View word page
κεφάλωμα
sum total
ShortDef
sum total
Debugging
Headword:
κεφάλωμα
Headword (normalized):
κεφάλωμα
Headword (normalized/stripped):
κεφαλωμα
IDX:
48158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48159
Key:
Data
{'content': 'sum total'}