Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμποχος
Ἀμπρακία
Ἀμπρακιώτης
ἀμπρευτής
ἀμπρεύω
ἀμπρόν
ἀμπυκάζω
Ἀμπυκίδης
ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήριον
ἄμπυξ
ἀμπώλημα
ἀμπωτίζω
ἄμπωτις
ἀμύαλος
ἀμυγδαλέα
ἀμυγδάλη
ἀμυγδάλινος
ἀμυγδάλιος
ἀμυγδαλοειδής
ἀμυγδαλόεις
View word page
ἄμπυξ
a woman's head-band, snood
ShortDef
a woman's head-band, snood
Debugging
Headword:
ἄμπυξ
Headword (normalized):
ἄμπυξ
Headword (normalized/stripped):
αμπυξ
IDX:
4813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4814
Key:
Data
{'content': "a woman's head-band, snood"}