Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεστροφύλαξ
κέστρωσις
κεστρωτός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλά
κεφαλαία
κεφάλαιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαίωσις
κεφαλαιωτής
κεφαλαιωτία
κεφαλαλγέω
κεφαλαλγής
κεφαλαλγία
κεφαλαλγικός
κεφαλαργία
View word page
κεφαλαιόω
to bring under heads, sum up, state summarily

ShortDef

to bring under heads, sum up, state summarily

Debugging

Headword:
κεφαλαιόω
Headword (normalized):
κεφαλαιόω
Headword (normalized/stripped):
κεφαλαιοω
IDX:
48112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48113
Key:

Data

{'content': 'to bring under heads, sum up, state summarily'}