Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεστρῖνος
κέστρον
κέστρος
κεστροσφενδόνη
κεστροφόρος
κεστροφύλαξ
κέστρωσις
κεστρωτός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλά
κεφαλαία
κεφάλαιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαίωσις
κεφαλαιωτής
κεφαλαιωτία
View word page
κεύθω
to cover quite up, to cover, hide

ShortDef

to cover quite up, to cover, hide

Debugging

Headword:
κεύθω
Headword (normalized):
κεύθω
Headword (normalized/stripped):
κευθω
IDX:
48107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48108
Key:

Data

{'content': 'to cover quite up, to cover, hide'}