Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεστρεύω
Κεστρῖνος
κεστρῖνος
κέστρον
κέστρος
κεστροσφενδόνη
κεστροφόρος
κεστροφύλαξ
κέστρωσις
κεστρωτός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλά
κεφαλαία
κεφάλαιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
κεφαλαιώδης
κεφαλαίωμα
κεφαλαίωσις
View word page
κευθμών
a hiding place, hole, corner

ShortDef

a hiding place, hole, corner

Debugging

Headword:
κευθμών
Headword (normalized):
κευθμών
Headword (normalized/stripped):
κευθμων
IDX:
48105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48106
Key:

Data

{'content': 'a hiding place, hole, corner'}