Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κέστρα
κέστρειον
κεστρεύς
κεστρεύω
Κεστρῖνος
κεστρῖνος
κέστρον
κέστρος
κεστροσφενδόνη
κεστροφόρος
κεστροφύλαξ
κέστρωσις
κεστρωτός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλά
κεφαλαία
κεφάλαιον
κεφάλαιος
κεφαλαιόω
View word page
κεστροφύλαξ
officer in charge of κέστροι II
ShortDef
officer in charge of κέστροι II
Debugging
Headword:
κεστροφύλαξ
Headword (normalized):
κεστροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
κεστροφυλαξ
IDX:
48102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48103
Key:
Data
{'content': 'officer in charge of κέστροι II'}