Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κέσκεον
κεστιανὰ
κεστός
κέστρα
κέστρειον
κεστρεύς
κεστρεύω
Κεστρῖνος
κεστρῖνος
κέστρον
κέστρος
κεστροσφενδόνη
κεστροφόρος
κεστροφύλαξ
κέστρωσις
κεστρωτός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλά
κεφαλαία
View word page
κέστρος
sharpness

ShortDef

sharpness

Debugging

Headword:
κέστρος
Headword (normalized):
κέστρος
Headword (normalized/stripped):
κεστρος
IDX:
48099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-48100
Key:

Data

{'content': 'sharpness'}